- φιλοδάρειος
- -ον, Ααυτός που τρέφει φιλικά αισθήματα για τον Δαρείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + Δαρεῖος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοδαρείου — φιλοδᾱρείου , φιλοδάρειος friend of Darius masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)